- θεοσύνδετος
- θεοσύνδετος, ον,A united by God, Hierocl.in CA26p.478M.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θεοσύνδετος — θεοσύνδετος, ον (Α) αυτός που συνδέθηκε από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + συν δέω] … Dictionary of Greek
θεοσύνδετον — θεοσύνδετος united by God masc/fem acc sg θεοσύνδετος united by God neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοσυνδέτου — θεοσύνδετος united by God masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… … Dictionary of Greek